ἀποσκευῇ

ἀποσκευῇ
ἀποσκευάζω
fut ind mid 2nd sg (doric)
ἀποσκευάζω
fut ind act 3rd sg (doric)
ἀποσκευή
removal
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποσκευή, η — και συνηθέστ. στον πληθ. αποσκευές αυτά που χρειάζονται για ένα ταξίδι ή μια μακρά πορεία (βαλίτσες, σάκοι, τσάντες κτλ.), τα μπαγκάζια: Στα ταξίδια του φρόντιζε να έχει λίγες αποσκευές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποσκευή — removal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα …   Dictionary of Greek

  • ἀποσκευαῖς — ἀποσκευή removal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκευαί — ἀποσκευή removal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκευήν — ἀποσκευή removal fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • домочадство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (ἀποσκευή) домочадцы, слуги …   Словарь церковнославянского языка

  • πορτμπαγκάζ — το, Ν άκλ. χώρος στο πίσω ή πρόσθιο μέρος, ανάλογα με τη θέση τού κινητήρα τού αυτοκινήτου, για την τοποθέτηση αποσκευών και άλλων ειδών και αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bagages < porter«φέρω» + bagage «αποσκευή»] …   Dictionary of Greek

  • τζαμαντάνι — το, Ν ταξιδιωτικός σάκος, αποσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԽ — (ի, ից.) NBH 1 0041 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c գ. ԱՂԽ կամ ԱԽ. κλεῖθρον, σύγκλεισμα, πτίξις, κάτοχος claustrum, clausura, repagulum, plicatura Փակ. փականք. փակաղակ. կապ. զօդ պնդիչ. ախլակ, ախլանք, կղպաք,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”